- τόδος
- ο, Νζωολ. γένος μικρόσωμων κορακιόμορφων πτηνών τών Αντιλλών, με πέντε είδη που συγκροτούν την οικογένεια todidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. todus (< νεολατ. todus < λατ. todus «είδος μικρού πουλιού»)].
Dictionary of Greek. 2013.