τόδος

τόδος
ο, Ν
ζωολ. γένος μικρόσωμων κορακιόμορφων πτηνών τών Αντιλλών, με πέντε είδη που συγκροτούν την οικογένεια todidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. todus (< νεολατ. todus < λατ. todus «είδος μικρού πουλιού»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σαλβαδόρ — (Salvador). Πόλη (περ. 2 000 387 κάτ.)της Βραζιλίας, πρωτεύουσα της πολιτείας της Μπαίας. Είναι χτισμένη πάνω σε χερσόνησο (ακρωτήρι Σαν Αντόνιο) στα Α του μεγάλου κόλπου Τόδος ος Σάντος, στην είσοδο του οποίου βρίσκεται το νησί Ιταπαρίκα. Στο… …   Dictionary of Greek

  • τοδίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια κορακιόμορφων πτηνών με τυπικό εκπρόσωπο το γένος τόδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”